κεροψάλιδο

κεροψάλιδο
το
ειδικό ψαλίδι το οποίο χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών άκρων τού φιτιλιού τών κεριών ή τών λυχναριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψαλιδοκέρι — το 1. λαβίδα με την οποία καθαρίζουν την άφτρα του κεριού, κεροψάλιδο. 2. είδος σκιστού παλτού που φορούσαν παλιότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”